φούρνισμα

φούρνισμα
το, -ατος
ψήσιμο στο φούρνο, κλιβανισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φούρνισμα — το, Ν [φουρνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φουρνίζω …   Dictionary of Greek

  • καβούρι — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του όρμου του Κατάκολου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. II Χερσόνησος της Αττικής, στον Σαρωνικό κόλπο, Δ της Βουλιαγμένης, στο… …   Dictionary of Greek

  • Πάφος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος και διάδοχος του Κινύρα, του ιδρυτή της θρησκείας της Αφροδίτης στην Κύπρο. Ο Π. πήρε το όνομά του από την ομώνυμη αρχαία πόλη του νησιού, όπου ο πατέρας του διετέλεσε πρωθιερέας του ναού της Αφροδίτης και πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • πλάσιμο — το το να πλάθει κανείς, μορφοποίηση μιας ύλης: Από το πλάσιμο ως το φούρνισμα ο φούρνος ετοιμάζεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουρναριό — το 1. ιδιαίτερος χώρος αγροτικού σπιτιού, όπου γίνεται το ζύμωμα και το φούρνισμα. 2. αποθήκη για σιτηρά, αλεύρια κτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”